Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
poursuite [puʀsɥit] ΟΥΣ θηλ
1. poursuite (action de poursuivre):
2. poursuite (chasse):
3. poursuite (continuation):
5. poursuite:
ιδιωτισμοί:
-
- poursuites θηλ πλ abusives
-
- poursuites θηλ πλ judiciaires
-
- poursuites θηλ πλ judiciaires
- indictable act, person
-
-
- poursuites θηλ πλ (judiciaires)
στο λεξικό PONS
poursuite [puʀsɥit] ΟΥΣ θηλ
1. poursuite:
2. poursuite (recherche):
3. poursuite gén πλ ΝΟΜ:
4. poursuite (continuation):
poursuite [puʀsʏit] ΟΥΣ θηλ
1. poursuite:
2. poursuite (recherche):
3. poursuite gén πλ ΝΟΜ:
- poursuites judiciaires
-
4. poursuite (continuation):
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.