actionable [βρετ ˈakʃ(ə)nəb(ə)l, αμερικ ˈækʃ(ə)nəb(ə)l] ΕΠΊΘ
actionable remark, offence:
- actionable
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.