Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. médaillé (médaillée) [medaje] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
médaillé → médailler
II. médaillé (médaillée) [medaje] ΕΠΊΘ
III. médaillé (médaillée) [medaje] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
médaille [medaj] ΟΥΣ θηλ
- moissonner distinctions, médailles
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.