Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. français (française) [fʀɑ̃sɛ, ɛz] ΕΠΊΘ
II. français ΟΥΣ αρσ
français αρσ ΓΛΩΣΣ:
- français
-
franco-français (franco-française) [fʀɑ̃kofʀɑ̃se, ɛz] ΕΠΊΘ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ or χιουμ
- franco-français (franco-française)
-
- ressortissant français/étranger
-
στο λεξικό PONS
français [fʀɑ̃sɛ] ΟΥΣ αρσ
1. français:
français(e) [fʀɑ̃sɛ, ɛz] ΕΠΊΘ
- français(e)
-
- naturaliser qn français
-
français(e) [fʀɑ͂sɛ, ɛz] ΕΠΊΘ
- français(e)
-
français [fʀɑ͂sɛ] ΟΥΣ αρσ
1. français:
- naturaliser qn français
-
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.