Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. fâch|eux (fâcheuse) [fɑʃø, øz] λογοτεχνικό ΕΠΊΘ
1. fâcheux (néfaste):
2. fâcheux (malencontreux):
3. fâcheux (disgracieux):
4. fâcheux (affligeant):
II. fâch|eux (fâcheuse) [fɑʃø, øz] λογοτεχνικό ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- fâcheux (fâcheuse)
-
στο λεξικό PONS
fâcheux (-euse) [fɑʃø, -øz] ΕΠΊΘ
1. fâcheux (regrettable):
2. fâcheux (déplaisant):
fâcheux (-euse) [fɑʃø, -øz] ΕΠΊΘ
1. fâcheux (regrettable):
2. fâcheux (déplaisant):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.