Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. cour|eur (coureuse) [kuʀœʀ, øz] ΕΠΊΘ
II. cour|eur (coureuse) [kuʀœʀ, øz] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
III. cour|eur (coureuse) [kuʀœʀ, øz]
στο λεξικό PONS
avant-coureur <avant-coureurs> [avɑ͂kuʀœʀ] ΕΠΊΘ
avant-coureur bruit:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.