Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. cour|eur (coureuse) [kuʀœʀ, øz] ΕΠΊΘ
II. cour|eur (coureuse) [kuʀœʀ, øz] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
III. cour|eur (coureuse) [kuʀœʀ, øz]
-
- coureur αρσ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.