στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
geese [βρετ ɡiːs, αμερικ ɡis]
geese → goose
I. goose <πλ geese> [βρετ ɡuːs, αμερικ ɡus] ΟΥΣ
I. goose <πλ geese> [βρετ ɡuːs, αμερικ ɡus] ΟΥΣ
golden [βρετ ˈɡəʊld(ə)n, αμερικ ˈɡoʊldən] ΕΠΊΘ
2. golden (gold coloured):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.