στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
  
 payable [βρετ ˈpeɪəb(ə)l, αμερικ ˈpeɪəb(ə)l] ΕΠΊΘ
1. payable (which will be paid):
2. payable (requiring payment):
4. payable (profitable):
-  payable proposition, venture
-  
 
  
 στο λεξικό PONS
 
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
