estinguibile [estinˈɡwibile] ΕΠΊΘ
1. estinguibile incendio:
- estinguibile
-
2. estinguibile:
- estinguibile debito
-
- estinguibile ipoteca
-
-
- estinguibile
- redeemable mortgage
- estinguibile
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.