Oxford Spanish Dictionary
I. practical [αμερικ ˈpræktək(ə)l, βρετ ˈpraktɪk(ə)l] ΕΠΊΘ
1. practical (not theoretical):
2. practical (suitable for a use):
3.1. practical (sensible):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.