Oxford Spanish Dictionary
normal [αμερικ ˈnɔrməl, βρετ ˈnɔːm(ə)l] ΕΠΊΘ
1.1. normal (usual, standard):
I. new <newer newest> [αμερικ n(j)u, βρετ njuː] ΕΠΊΘ
1.1. new (unused):
1.2. new (recent, novel):
1.3. new (recently arrived):
2. new (different, other):
στο λεξικό PONS
new normal ΟΥΣ χωρίς πλ
I. new [nju:, αμερικ nu:] ΕΠΊΘ
1. new (latest, recent):
3. new (inexperienced):
5. new (fresh):
I. new [nu] ΕΠΊΘ
1. new (latest, recent):
2. new (changed):
3. new (inexperienced):
5. new (fresh):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.