Oxford Spanish Dictionary
emotionally [αμερικ əˈmoʊʃ(ə)nəli, βρετ ɪˈməʊʃ(ə)nəli] ΕΠΊΡΡ
1. emotionally ΨΥΧ:
2. emotionally (with emotion):
- emotionally behave/react/speak
-
- in an emotionally charged atmosphere
-
3. emotionally attached:
- emotionally
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Emmy
- emoji
- emollient
- emoluments
- emote
- emotionally
- emotionless
- emotive
- empanel
- empathetic
- empathic