Oxford Spanish Dictionary
στο λεξικό PONS
afectivo (-a) ΕΠΊΘ
1. afectivo (de afecto):
- afectivo (-a)
-
2. afectivo (sensible):
- afectivo (-a)
-
3. afectivo (cariñoso):
- afectivo (-a)
-
afectivo (-a) [a·fek·ˈti·βo, -a] ΕΠΊΘ
1. afectivo (de afecto):
- afectivo (-a)
-
2. afectivo (cariñoso):
- afectivo (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.