Oxford Spanish Dictionary


I. earthly [αμερικ ˈərθli, βρετ ˈəːθli] ΕΠΊΘ
1. earthly (worldly):
στο λεξικό PONS


earthly [ˈɜ:θli, αμερικ ˈɜ:rθ-] ΕΠΊΘ
1. earthly (concerning life on earth):


earthly [ˈɜrθ·li] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.