Oxford Spanish Dictionary
brethren [αμερικ ˈbrɛð(ə)rən, βρετ ˈbrɛðr(ɪ)n] ΟΥΣ ουσ πλ αρχαϊκ or λογοτεχνικό
- brethren
- hermanos αρσ πλ
I. brother [αμερικ ˈbrəðər, βρετ ˈbrʌðə] ΟΥΣ
1. brother (relative):
3. brother as form of address αμερικ οικ:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.