Oxford Spanish Dictionary
στο λεξικό PONS
colega ΟΥΣ αρσ θηλ
1. colega (compañero):
- colega
-
2. colega (homólogo):
- colega
-
-
- colega αρσ θηλ
-
- colega αρσ
-
- colega αρσ
-
- colega αρσ πολύ οικ!
-
- colega αρσ θηλ
-
- colega αρσ θηλ
colega [ko·ˈle·ɣa] ΟΥΣ αρσ θηλ
1. colega (compañero):
- colega
-
2. colega (homólogo):
- colega
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.