στο λεξικό PONS
elas·tici·ty [ˌɪlæsˈtɪsəti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ no pl
1. elasticity (quality of being elastic):
2. elasticity μτφ (flexibility):
- elasticity of a law
- Auslegbarkeit θηλ
3. elasticity ΟΙΚΟΝ:
unit [ˈju:nɪt] ΟΥΣ
1. unit (standard of quantity):
2. unit + ενικ/pl ρήμα (group of people):
3. unit (part):
4. unit (element of furniture):
-
- Küchenelement ουδ
5. unit ΜΗΧΑΝΙΚΉ:
6. unit:
- unit ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
- Anlageeinheit θηλ
9. unit αμερικ, αυστραλ (apartment):
elasticity ΟΥΣ
- elasticity ΤΕΧΝΟΛ
- Federkraft θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
unit elasticity ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
elasticity ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Elastizität θηλ
unit ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Investmentanteil αρσ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
unit
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.