στο λεξικό PONS
theo·reti·cal [θɪəˈretɪkəl, αμερικ ˌθi:əˈret̬-] ΕΠΊΘ
lev·er·age [ˈli:vərɪʤ, αμερικ ˈlevɚ-, ˈli:vɚ-] ΟΥΣ no pl
1. leverage ΤΕΧΝΟΛ:
2. leverage μτφ (influence):
3. leverage ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
theoretical leverage ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
leverage ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.