στο λεξικό PONS
in·her·ent [ɪnˈherənt, αμερικ esp -ˈhɪr-] ΕΠΊΘ
co·her·ence [kə(ʊ)ˈhɪərən(t)s, αμερικ koʊˈhɪr-] ΟΥΣ no pl
- coherence of system, work
-
coherence length ΟΥΣ
-
- Kohärenzlänge θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
coherent market hypothesis ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
coherence [kəʊˈhɪərns] ΟΥΣ
coherent ΕΠΊΘ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
coherent pattern of movement ΔΗΜΟΣΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.