στο λεξικό PONS
ˈshort·fall ΟΥΣ
1. shortfall (shortage):
2. shortfall ΧΡΗΜΑΤΟΠ (deficit):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
shortfall ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-
- Fehlbetrag αρσ
revenue shortfall ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
export shortfall ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
cash shortfall ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
shortfall of liquidity ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.