στο λεξικό PONS
I. over·all ΟΥΣ [ˈəʊvərɔ:l, αμερικ ˈoʊvɚ-]
II. over·all ΕΠΊΘ [ˌəʊvərˈɔ:l, αμερικ ˌoʊvɚˈɑ:l] προσδιορ
1. overall (general):
as·sess·ment [əˈsesmənt] ΟΥΣ
1. assessment of damage:
2. assessment (evaluation):
3. assessment (taxation):
4. assessment (judgement):
- assessment ΣΧΟΛ, ΠΑΝΕΠ
-
- ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ staff assessment
-
assessment ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
overall assessment ΟΥΣ CTRL
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.