στο λεξικό PONS
 
  
 I. tech·nol·ogy [tekˈnɒləʤi, αμερικ -ˈnɑ:l-] ΟΥΣ
II. tech·nol·ogy [tekˈnɒləʤi, αμερικ -ˈnɑ:l-] ΟΥΣ modifier
technology (research, transfer):
mod·ern [ˈmɒdən, αμερικ ˈmɑ:dɚn] ΕΠΊΘ
1. modern (contemporary):
re·pro·duc·tive [ˌri:prəˈdʌktɪv] ΕΠΊΘ αμετάβλ
-  reproductive behaviour [or αμερικ behavior]/organs
-  
technology ΟΥΣ
-  technology ΣΧΟΛ
-  
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
modern reproductive technology ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- modernism
- modernist
- modernistic
- modernity
- modernization
- modern reproductive technology
- mode split
- modest
- modest flow rate
- modestly
- modest wage agreements
 
  
 