στο λεξικό PONS
re·straint [rɪˈstreɪnt] ΟΥΣ
1. restraint no pl (self-control):
2. restraint ΟΙΚΟΝ (restriction):
fis·cal [ˈfɪskəl] ΕΠΊΘ αμετάβλ ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
fiscal restraint ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
fiscal restraint policy ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.