στο λεξικό PONS
I. vali·da·tion [ˌvælɪˈdeɪʃən, αμερικ -əˈ-] ΟΥΣ no pl
1. validation (official approval):
- validation of document
-
2. validation (verification):
3. validation Η/Υ:
II. vali·da·tion [ˌvælɪˈdeɪʃən, αμερικ -əˈ-] ΟΥΣ modifier
ex·pendi·ture [ɪkˈspendɪtʃəʳ, ek-, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. expenditure no pl:
2. expenditure (sum spent):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
expenditure validation ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- Feststellung θηλ einer Ausgabe ΛΟΓΙΣΤ
-
validation ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
expenditure ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
validation
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.