στο λεξικό PONS
authori·za·tion [ˌɔ:θəraɪˈzeɪʃən, αμερικ ˌɑ:θɚɪˈ-] ΟΥΣ no pl
ex·pendi·ture [ɪkˈspendɪtʃəʳ, ek-, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. expenditure no pl:
2. expenditure (sum spent):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
expenditure authorization ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
authorization ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
authorisation ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
authorization ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
expenditure ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.