στο λεξικό PONS
Ei·chung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ
- Eichung
-
- Eichung von Instrumenten, Messgeräten
-
- Eichung von Gewichten, Maßen
-
- Eichung von Gewichten, Maßen
-
-
- Eichung θηλ <-, -en>
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Eichung (eines Modells)
- Eichung ΠΡΟΤΥΠΟΠ
-
-
- Eichung
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.