στο λεξικό PONS
em·ploy·er's con·tri·ˈbu·tion ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ
em·ploy·er [ɪmˈplɔɪəʳ, αμερικ emˈplɔɪɚ] ΟΥΣ
con·tri·bu·tion [ˌkɒntrɪˈbju:ʃən, αμερικ ˌkɑ:n-] ΟΥΣ
1. contribution:
2. contribution (regular payment):
3. contribution (advance, support, addition):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
employer's contribution ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
employer ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
-
- Arbeitgeber αρσ
contribution ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- contribution (z. B. Sozialabgabe)
- Abgabe θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.