στο λεξικό PONS
door-to-ˈdoor ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
Haus·samm·lung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Haus·tür·ver·kauf <-(e)s, -käufe> ΟΥΣ αρσ ΟΙΚΟΝ
Haus·tür·ge·schäft <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ
Klin·ken·put·zer(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ) οικ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
doorstep selling βρετ, door to door selling αμερικ ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.