στο λεξικό PONS
deal·er [ˈdi:ləʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. dealer:
com·ˈmod·ity deal·er ΟΥΣ
ˈhard·ware deal·er ΟΥΣ αμερικ
ex·ˈchange deal·er ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
primary dealer ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
dealer transaction ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
securities dealer ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
foreign exchange dealer ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
leader ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
-
- Spitzenreiter αρσ
price leader ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Preisführer αρσ
allocation header ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
deadly nightshade
foreign invader ΟΥΣ
wader species [ˈweɪdəˌspiːʃiːz] ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
fare evader ΔΗΜ ΣΥΓΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.