στο λεξικό PONS
cus·tom·er ˈfriend·ly ΕΠΊΘ κατηγορ, ˈcustomer-friendly ΕΠΊΘ προσδιορ
I. friend·ly [ˈfrendli] ΕΠΊΘ
1. friendly (showing friendship):
3. friendly (not competitive):
4. friendly (allied):
II. friend·ly [ˈfrendli] ΟΥΣ βρετ ΑΘΛ
cus·tom·er [ˈkʌstəməʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. customer (buyer, patron):
2. customer esp μειωτ οικ (person):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
customer friendly ΕΠΊΘ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.