στο λεξικό PONS
con·ju·ga·tion [ˌkɒnʤʊˈgeɪʃən, αμερικ ˌkɑ:nʤəˈ-] ΟΥΣ ΓΛΩΣΣ
1. conjugation no pl (variation):
2. conjugation (class):
tube [tju:b, αμερικ esp tu:b] ΟΥΣ
1. tube:
3. tube ΒΙΟΛ οικ:
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
conjugation tube
-
- Jochbrücke (nur bei Spirogyra)
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
tube βρετ ΔΗΜ ΣΥΓΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.