στο λεξικό PONS
rid·er [ˈraɪdəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. rider:
2. rider τυπικ (amendment):
I. cap·tive [ˈkæptɪv] ΟΥΣ
2. captive ΟΙΚΟΝ:
II. cap·tive [ˈkæptɪv] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. captive (confined):
2. captive ΟΙΚΟΝ:
I. car [kɑ:ʳ, αμερικ kɑ:r] ΟΥΣ
1. car (vehicle):
2. car ΣΙΔΗΡ:
II. car [kɑ:ʳ, αμερικ kɑ:r] ΟΥΣ modifier
car (accident, dealer, keys, tyres):
captive ΕΠΊΘ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.