στο λεξικό PONS
rid·er [ˈraɪdəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. rider:
2. rider τυπικ (amendment):
I. cap·tive [ˈkæptɪv] ΟΥΣ
2. captive ΟΙΚΟΝ:
II. cap·tive [ˈkæptɪv] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. captive (confined):
2. captive ΟΙΚΟΝ:
captive ΕΠΊΘ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
captive rider ΔΗΜΟΣΚ
captive transit rider ΔΗΜΟΣΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.