στο λεξικό PONS
prod·uc·ˈtiv·ity bo·nus ΟΥΣ
bo·nus [ˈbəʊnəs, αμερικ ˈboʊ-] ΟΥΣ
1. bonus ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
ˈchil·dren bo·nus ΟΥΣ
Christ·mas ˈbo·nus ΟΥΣ
capi·tal ˈbo·nus ΟΥΣ (insurance)
ˈbo·nus share ΟΥΣ βρετ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
ˈbo·nus is·sue ΟΥΣ βρετ ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
ˈout·put bo·nus ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ
no-claim(s) ˈbo·nus ΟΥΣ βρετ, αυστραλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
bonus ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
terminal bonus ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
anniversary bonus ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
reversionary bonus ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
bonus right ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Bonusrecht ουδ
bonus share ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
bonus payment ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- Bonuszahlung θηλ
savings bonus ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
-
- Sparzulage θηλ
bonus dividend ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.