στο λεξικό PONS
ˈbar·rel vault ΟΥΣ ΑΡΧΙΤ
I. vault [vɔ:lt, αμερικ vɑ:lt] ΟΥΣ
II. vault [vɔ:lt, αμερικ vɑ:lt] ΡΉΜΑ μεταβ
I. bar·rel [ˈbærəl, αμερικ also ˈber-] ΟΥΣ
2. barrel (measure for beer and oil):
4. barrel:
II. bar·rel <βρετ -ll- [or αμερικ usu -l-]> [ˈbærəl, αμερικ also ˈber-] ΡΉΜΑ αμετάβ οικ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
| I | vault |
|---|---|
| you | vault |
| he/she/it | vaults |
| we | vault |
| you | vault |
| they | vault |
| I | vaulted |
|---|---|
| you | vaulted |
| he/she/it | vaulted |
| we | vaulted |
| you | vaulted |
| they | vaulted |
| I | have | vaulted |
|---|---|---|
| you | have | vaulted |
| he/she/it | has | vaulted |
| we | have | vaulted |
| you | have | vaulted |
| they | have | vaulted |
| I | had | vaulted |
|---|---|---|
| you | had | vaulted |
| he/she/it | had | vaulted |
| we | had | vaulted |
| you | had | vaulted |
| they | had | vaulted |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- barratry
- barre
- barred
- barrel
- barrel bomb
- barrel vault
- barren
- barrenness
- barrette
- barricade
- barrier