στο λεξικό PONS
ˈVir·gin Is·lands ΟΥΣ πλ
Brit·ish ˈVir·gin Is·lands ΟΥΣ πλ
I. vir·gin [ˈvɜ:ʤɪn, αμερικ ˈvɜ:r-] ΟΥΣ
II. vir·gin [ˈvɜ:ʤɪn, αμερικ ˈvɜ:r-] ΕΠΊΘ αμετάβλ, προσδιορ
1. virgin (chaste):
2. virgin μτφ (unexplored):
3. virgin λογοτεχνικό (untouched):
5. virgin Η/Υ:
- virgin tape, disk
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
island ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- viral particle
- viral vector
- virement
- Virgil
- virgin
- Virgin Islands
- virginity
- virgin metal
- Virgo
- Virgoan
- virgule