στο λεξικό PONS
Meer·jung·frau <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Ko·ral·len·in·seln ΟΥΣ πλ
Jung·frau <-, -en> [ˈjʊŋfrau] ΟΥΣ θηλ
1. Jungfrau (Frau vor ihrem ersten Koitus):
Sa·lo·mon·in·seln [ˈza:lomɔn-] ΟΥΣ πλ
Ko·ral·len·in·sel <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Kai·man·in·seln ΟΥΣ πλ
Jung·fern·in·seln ΟΥΣ πλ
Pit·cairn·in·seln ΟΥΣ πλ
Bri·ti·sche Jung·fern·in·seln ΟΥΣ πλ
Jungfrauenweihe ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Haltestelleninsel ΧΩΡΟΤΑΞΊΑ, öffentlicher Verkehr
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.