στο λεξικό PONS
nomi·nal [ˈnɒmɪnəl, αμερικ ˈnɑ:mə-] ΕΠΊΘ
3. nominal (stated):
4. nominal ΟΙΚΟΝ:
nomi·nal ˈyield ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
nomi·nal·ism [ˈnɒmɪnəlɪzəm, αμερικ ˈnɑ:mən] ΟΥΣ no pl ΦΙΛΟΣ
pro·nomi·nal [prə(ʊ)ˈnɒmɪnəl, αμερικ proʊˈnɑ:mə-] ΕΠΊΘ ΓΛΩΣΣ
-  
 -  Pronominal- ειδικ ορολ
 
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
nominal amount ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
nominal debt ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-  
 -  Nominalschuld θηλ
 
nominal value ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
nominal interest ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
minimum nominal amount ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
nominal capital ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
nominal exchange rate ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
nominal value ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ, ΠΡΟΤΥΠΟΠ, ΑΞΙΟΛΌΓ
nominal condition ΠΡΟΤΥΠΟΠ, ΑΞΙΟΛΌΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.