στο λεξικό PONS
I. in·land ΕΠΊΘ [ˈɪnlənd] usu προσδιορ, αμετάβλ
1. inland (not coastal):
- inland town, village
-
2. inland esp βρετ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ, ΟΙΚΟΝ (domestic):
II. in·land ΕΠΊΡΡ [ˈɪnlænd]
rev·enue [ˈrevənju:, αμερικ esp -vənu:] ΟΥΣ
1. revenue no pl (income):
2. revenue no pl (of a state):
3. revenue (instances of income):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- inkling
- ink out
- ink-pad
- inkstain
- inkstand
- Inland Revenue
- inland sea
- inland waterway transport
- in-law
- in-laws
- inlay