στο λεξικό PONS
I. in·land ΕΠΊΘ [ˈɪnlənd] usu προσδιορ, αμετάβλ
1. inland (not coastal):
- inland sea, shipping
-
- inland town, village
-
2. inland esp βρετ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ, ΟΙΚΟΝ (domestic):
inland sea ΟΥΣ
- inland sea
- Binnenmeer ουδ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
inland customs territory ΟΥΣ handel
-
- Zollbinnenland ουδ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
inland waterway transport ΕΜΠΟΡ ΜΕΤΑΦ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.