στο λεξικό PONS
cross-ˈshareholding ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
ˈhold·ing trust ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
ˈhold·ing ground ΟΥΣ ΝΑΥΣ
-
- Ankergrund αρσ
hold·ing [ˈhəʊldɪŋ, αμερικ ˈhoʊld-] ΟΥΣ
1. holding (tenure):
2. holding usu pl (stocks):
cash ˈhold·ings ΟΥΣ πλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
cross ˈhold·ing ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
ˈbond hold·ings ΟΥΣ pl ΧΡΗΜΑΤΟΠ
ˈequi·ty hold·ing ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
ˈland·hold·ing ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
cross-holding ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
cross-shareholding ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
cash holdings ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
holding period ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Haltedauer θηλ
real estate holding ΟΥΣ ΑΚΊΝ
own holdings ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- Eigenbestand αρσ
holding ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- Beteiligung θηλ
-
- Anteil αρσ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
storm water holding tank ΟΥΣ
water holding capacity (WHC) ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
holding
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.