στο λεξικό PONS
ar·tiste [ɑ:ˈti:st, αμερικ ɑ:rˈ-] ΟΥΣ ΘΈΑΤ, TV
- artiste μειωτ
-
ˈstrip·tease art·ist ΟΥΣ
ˈpiss art·ist ΟΥΣ βρετ πολύ οικ!
ar·ti·san [ˈɑ:tɪzæn, αμερικ ˈɑ:rt̬əzən] ΟΥΣ
re·ˈcord·ing art·ist ΟΥΣ
in·defi·nite ˈar·ti·cle ΟΥΣ
-
- unbestimmter Artikel
ˈcon art·ist ΟΥΣ
defi·nite ˈar·ti·cle ΟΥΣ ΓΛΩΣΣ
-
- bestimmter Artikel
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
partial suretyship ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
partial factoring ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
partial disposal ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
partial equilibrium analysis ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
partial portfolio ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
partial settlement ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
partial privatization ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
partial withdrawal ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
partial surrender ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
partial circulation
partial pressure ΟΥΣ
partial-shade plant ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.