στο λεξικό PONS
Hand·wer·ker(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Handwerker(in)
-
Handwerker ΟΥΣ
- Handwerker αρσ
-
- Handwerkerin θηλ
-
Handwerker(in) ΟΥΣ
- Berufsausbildung zum Handwerker
-
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
-
- Handwerker
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.