στο λεξικό PONS
sure·ty·ship [ˈʃɔ:rətiʃɪp, αμερικ ˈʃʊrət̬i-] ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΝΟΜ
I. par·tial [ˈpɑ:ʃəl, αμερικ ˈpɑ:r-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. partial (incomplete):
2. partial (biased):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
partial suretyship ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
suretyship ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- Bürgschaft θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.