Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. équilibré (équilibrée) [ekilibʀe] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
équilibré → équilibrer
II. équilibré (équilibrée) [ekilibʀe] ΕΠΊΘ
I. équilibrer [ekilibʀe] ΡΉΜΑ μεταβ (tous contextes)
II. s'équilibrer ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
s'équilibrer αυτοπ ρήμα facteurs, coûts:
στο λεξικό PONS
I. équilibrer [ekilibʀe] ΡΉΜΑ μεταβ
1. équilibrer (mettre en équilibre):
2. équilibrer (stabiliser):
3. équilibrer (contrebalancer):
II. équilibrer [ekilibʀe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
I. équilibrer [ekilibʀe] ΡΉΜΑ μεταβ
1. équilibrer (mettre en équilibre):
2. équilibrer (stabiliser):
3. équilibrer (contrebalancer):
II. équilibrer [ekilibʀe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
équilibrer s'équilibrer:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.