Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. slog [βρετ slɒɡ, αμερικ slɑɡ] οικ ΟΥΣ
1. slog (hard work):
II. slog <μετ ενεστ slogging; απλ παρελθ, μετ παρακειμ slogged> [βρετ slɒɡ, αμερικ slɑɡ] οικ ΡΉΜΑ μεταβ
III. slog <μετ ενεστ slogging; απλ παρελθ, μετ παρακειμ slogged> [βρετ slɒɡ, αμερικ slɑɡ] οικ ΡΉΜΑ αμετάβ
slog away ΡΉΜΑ [βρετ slɒɡ -, αμερικ slɑɡ -]
- slog away
-
στο λεξικό PONS
I. slog [slɒg, αμερικ slɑ:g] ΟΥΣ no πλ
II. slog <-gg-> [slɒg, αμερικ slɑ:g] ΡΉΜΑ αμετάβ οικ
- slog
-
III. slog <-gg-> [slɒg, αμερικ slɑ:g] ΡΉΜΑ μεταβ οικ ΑΘΛ
- slog
-
I. slog [slɔg] ΟΥΣ
II. slog <-gg-> [slɔg] ΡΉΜΑ αμετάβ οικ
- slog
-
III. slog <-gg-> [slɔg] ΡΉΜΑ μεταβ οικ sports
- slog
-
| I | slog |
|---|---|
| you | slog |
| he/she/it | slogs |
| we | slog |
| you | slog |
| they | slog |
| I | slogged |
|---|---|
| you | slogged |
| he/she/it | slogged |
| we | slogged |
| you | slogged |
| they | slogged |
| I | have | slogged |
|---|---|---|
| you | have | slogged |
| he/she/it | has | slogged |
| we | have | slogged |
| you | have | slogged |
| they | have | slogged |
| I | had | slogged |
|---|---|---|
| you | had | slogged |
| he/she/it | had | slogged |
| we | had | slogged |
| you | had | slogged |
| they | had | slogged |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.