Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. sale [βρετ seɪl, αμερικ seɪl] ΟΥΣ
1. sale (selling):
2. sale (cut price):
3. sale (event):
II. sales ΟΥΣ ουσ πλ
ledger [βρετ ˈlɛdʒə, αμερικ ˈlɛdʒər] ΟΥΣ
2. ledger ΟΙΚΟΔ:
3. ledger ΑΛΙΕΊΑ:
-
- paternoster αρσ
στο λεξικό PONS
sale [seɪl] ΟΥΣ
1. sale (act of selling):
2. sale πλ (amount sold):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.