Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. plaqué (plaquée) [plake] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
plaqué → plaquer
II. plaqué (plaquée) [plake] ΕΠΊΘ
III. plaqué ΟΥΣ αρσ
I. plaquer [plake] ΡΉΜΑ μεταβ
1. plaquer (appuyer, aplatir):
2. plaquer οικ amant:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.