Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
communal ownership ΟΥΣ U
ownership [βρετ ˈəʊnəʃɪp, αμερικ ˈoʊnərˌʃɪp] ΟΥΣ
communal [βρετ ˈkɒmjʊn(ə)l, kəˈmjuːn(ə)l, αμερικ kəˈmjun(ə)l, ˈkɑmjənəl] ΕΠΊΘ
1. communal (shared in common):
3. communal (of a community):
- communal life
-
4. communal (within a community):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.